διέτριβεν

διέτριβεν
διατρίβω
rub hard
aor ind pass 3rd pl (epic)
διέτρῑβεν , διατρίβω
rub hard
imperf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • TEMPLUM — I. TEMPLUM Ligurum pars, Tacitus, Agric. c. 7. Locus in Africa propria, Antonin. II. TEMPLUM Scaligero ex Graeco τέμενος, aliis a τέμνω, abscindo, locus est ab aliis separatus et quasi abscissus, religonis causâ. Imo locus omnis sacer et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ιερουργώ — (ΑΜ ἱερουργῶ, έω) [ιερουργός] τελώ θρησκευτικές τελετές ως ιερέας, ιδίως τελώ τη θεία λειτουργία, τελώ καθήκοντα ιερέα («στις μεγάλες εορτές έρχεται και ιερουργεί ο δεσπότης») νεοελλ. φρ. «ιερουργούμενοι ναοί» οι λειτουργούμενοι τακτικά ναοί αρχ …   Dictionary of Greek

  • πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”